αγαθούλης

αγαθούλης
-ούλα, -ούλικο [αγαθός]
αυτός που κουτοφέρνει, αφελής, αγαθιάρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγαθούλης, ο — αγαθούλης, α, ικο αφελής, κουτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπουνταλάς — ο, θηλ. μπουνταλού 1. ανόητος, κουτός 2. χοντρός 3. αδέξιος 4. νωθρός, οκνηρός 5. αγαθούλης, αφελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. budala] …   Dictionary of Greek

  • Βολτέρος — (François Marie Arouet de Voltaire, Παρίσι 1694 – 1778). Εξελληνισμένο όνομα του Γάλλου φιλόσοφου και συγγραφέα Φρανσουά Μαρί Αρουέ ντε Βολτέρ. Ο Β. υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του Διαφωτισμού. Λαμπρός μαχητής του λόγου, έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • αγαθούτσικος — η, ο αγαθούλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”